- αμφιβληστροειδοβλάστωμα
- το Ιατρ.χαρακτηριστικός κακοήθης όγκος τού αμφιβληστροειδούς στα πολύ μικρά παιδιά και τα βρέφη, που μεταβιβάζεται κληρονομικά, συχνά αμφοτερόπλευρος. Πολλές φορές εκδηλώνεται με λευκοκορία (η κόρη τού ματιού δεν έχει χρώμα μαύρο αλλά λευκό).[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιβληστροειδής + βλαστός + κατάλ. -ωμα. Απόδοση στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. νεολατιν. retinoblastoma < μσν. λατ. retina (πιθ. < λατ. rete «δίχτυ») + blast- (< βλαστός) + κατάλ. -oma (πρβλ. -ωμα)].
Dictionary of Greek. 2013.